χαλκός PLeid.X.82
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχικός — ή, όν, Α [τροχός ή τρόχος]. τριμμένος … Dictionary of Greek
τροχικοῦ — τροχικός granulated masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)